- καταπεριίστημι
- καταπεριίστημι (Α)στέκομαι γύρω γύρω από όλες τις πλευρές, περιβάλλω, περικυκλώνω.[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + περι-ίστημι «στέκομαι γύρω γύρω»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ίστημι — ἵστημι (ΑΜ) 1. τοποθετώ όρθιο κάτι, στήνω («ἔγχος μέν ῥ ἔστησε φέρων πρὸς κίονα» Ομ. Ιλ.) 2. (για ανδριάντες, οικοδομές, τρόπαια) ιδρύω, εγείρω («ἔστησε τρόπαια») μσν. (το μέσ.) ἵσταμαι 1. είμαι όρθιος, στέκομαι 2. (για οικοδομήματα) υψώνομαι,… … Dictionary of Greek